Εκτύπωση

Συνάντηση με τον αείμνηστο ζωγράφο Αλέκο Φασιανό τον Μάρτιο 2010 στον χώρο της Βιβλιοθήκης των Αρσακείων Σχολείων Ψυχικού είχαν οι μαθητές της Δ΄ τάξης του Β΄ Αρσακείου Δημοτικού Σχολείου Ψυχικού με τη δασκάλα τους Πόλυ Ανδριανοπούλου.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο πολιτιστικού διαθεματικού προγράμματος με θέμα: «Σχήμα και χρώμα» που εκπόνησαν οι μαθητές. Επίσης στο πλαίσιο του πολιτιστικού διαθεματικού προγράμματος με θέμα: «Ταξιδεύοντας μ’ έναν ζωγράφο» οι μαθητές μας επισκέφθηκαν την επόμενη χρονιά το Μουσείο του Αλέκου Φασιανού (σχολικό έτος 2011-2012). Στις εικόνες που παρουσιάζουμε, ο Αλέκος Φασιανός μιλάει και ζωγραφίζει με παιδιά τής Δ΄ Δημοτικού, εξηγώντας πώς και τι ζωγραφίζει ο ίδιος και πώς μπορούν να ζωγραφίζουν και αυτά. Μάλιστα ζωγράφισαν κι έναν πίνακα μαζί. Μίλησε στους μαθητές για τα παιδικά του βιώματα με νοσταλγία για την εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και υπολογιστές. Τότε που τα σπίτια είχαν λιγοστό φως, που σχημάτιζε σκιές στους τοίχους και στο ταβάνι και κοιτούσε πώς οι σκιές και τα ανθέμια «επλέκοντο» μεταξύ τους στο ταβάνι και έφτιαχνε ιστορίες.

Κάθισε κάτω και ο ίδιος δίπλα στα παιδιά, άκουγε με ενδιαφέρον τις ερωτήσεις τους και απαντούσε. Ήρεμος, εύστοχος, οξυδερκής.

Για τον Αλέκο Φασιανό έγραψε ο Πρόεδρος τής Φ.Ε. Γ. Μπαμπινιώτης:

Μνήμη Αλέκου Φασιανού

Ένας παλλόμενος Έλληνας ζωγράφος, που εμπνεύστηκε και ενέπνευσε επιμένοντας Ελληνικά, μάς άφησε για τον μοναχικό δρόμο του στην άγνωστη αιωνιότητα.

Ένας καλλιτέχνης, αγαπημένος στον κόσμο και από τον κόσμο, που τόλμησε να χαράξει τον δικό του δρόμο, με πείσμα που έγινε πειθώ, με το κυριολεκτικά εδώ διακύβευμα τής παραστατικής τέχνης, με την μαγεία των χρωμάτων του και των οιονεί εμμονικών σχημάτων του. Προκάλεσε, προβλημάτισε, έτερψε, μάγεψε.

Γράφει ο Φασιανός: «Κι ταν γύρισα στήν λλάδα […] μο λέγανε μετ κάτι λλοι καλλιτέχνες “Μ δν λλαξες καθόλου στ Παρίσι πο σουν τσα χρόνια;” “γ δν λλαξα”, λέω, “γ θ τ λλάξω”. Τος τ λεγα θρασύτατα. Κα κάθε φορ πο βλεπα λους ατούς, οτε παρέα δν μποροσα ν τος κάνω. Κα στενοχωριόμουν κα πάντα πήγαινα στν Τσαρούχη. Γιατ κε βρισκα τν συχία μου». (λέκος Φασιανς: « μύθος τς γειτονις μου. Σν ατοβιογραφία» Εκδ. Καστανιώτη 2002, σελ. 89-90)

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια τού Ελύτη για τον Φασιανό: «Τυχαο δν εναι τι σ μι στιγμ πο ο περισσότεροι καλλιτέχνες μ πελπισία εχαν καταθέσει τ πλα μπροστ στ χιλιομεταχειρισμένη παραστατικ ζωγραφική, κενος, γι νά ‘χει κριβς διατηρήσει σ συνεχ κατάσταση νταρσίας τν διότυπη θωότητά του, πέτυχε νδιαχύσει να εδος δροσις, πο ο κουρασμένοι τν σημερινν μεγαλουπόλεων, χι χωρς κάποιαν κπληξη, ποδεχθήκανε σν εεργετικ νοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζότανε γι’αυτ νας θαυματοποιός. Κα Φασιανός, μικρς μεγάλος, δειξε τι εχε τν τρπο ν βγάζει πτ καπέλο του κουνέλια κα σημαες ―στν περίπτωσή του φουμαδόρους κα ποδηλάτες― μ μι εκολία πο θ τν χαρακτηρίζαμε σν πικίνδυνη ν, τς περισσότερες φορς, δια του χειρονομία δν ταν τόσο αθόρμητη κα πειστική». (λέκος Φασιανός: «Μετ τ μύθο τς γειτονις». Εκδ. Καστανιώτη 2005, σελ. 132)

Ο Αλέκος με τιμούσε με την φιλία του και είχαμε ανταλλάξει σκέψεις που συναντιόντουσαν στην ίδια κατεύθυνση: εγώ από την γλώσσα, εκείνος από την τέχνη. «Μονοκονδυλιά, μονολεκτικά», όπως μού έγραψε σε μια πολύτιμη αφιέρωση τού βιβλίου του. Θα μού λείψει, όπως θα λείψει σε όλους μας.