Εκτύπωση

Απόστολος Αρσάκης



Γύρω από τον βασικό ιδρυτικό πυρήνα αναπτύχθηκε ένας μεγάλος κύκλος ευεργετών και δωρητών που, με την προσφορά τους, στήριξαν σε πολλά επίπεδα τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία στα πρώτα της βήματα, χαράσσοντας την πορεία των Σχολείων της με τη θεμελίωση τής οικονομικής αυτονομίας τους -και αυτό μέσα στις δυσχερείς για την οικονομία τής μετεπαναστατικής Ελλάδας συνθήκες.

Απόστολος Αρσάκης Σημαντικότερος όλων των ευεργετών στάθηκε ο Απόστολος Αρσάκης, γιατρός, λόγιος και πολιτικός από τη Χοταχόβα Πρεμετής Ηπείρου, ο οποίος έζησε και διέπρεψε στο Βουκουρέστι τής Ρουμανίας. Όταν το 1850 η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία προσπαθούσε αγωνιωδώς να εξασφαλίσει πόρους για την ανέγερση των κτηρίων της, ο Αρσάκης ανέλαβε την αποπεράτωση τού Μεγάρου τής οδού Πανεπιστημίου, κάλυψε τα μέχρι τότε έξοδα τής Εταιρείας και τής διέθεσε ποσό με το οποίο τής παρείχε τα μέσα για να συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο της. Δικαίως, λοιπόν, η Φ.Ε. ονόμασε τα Σχολεία της Αρσάκεια προς τιμήν του.

Ο Απόστολος Αρσάκης γεννήθηκε το 1792 στη Χοταχόβα (Hotovë) τής Βορείου Ηπείρου, κοντά στην Πρεμετή. Ήταν γιος τού Κυριακού Αρσάκη, ο οποίος ήταν εξάδελφος με τους αδερφούς Τοσίτσα. Σε μια από τις συνεχόμενες νυχτερινές επιδρομές των γενιτσάρων τού Αλή Πασά, ο πατέρας τού Αρσάκη, βλέποντας τον κίνδυνο να πέσει στα χέρια των Τούρκων ο γυιος του, παίρνει τον Αποστόλη και πηγαίνουν στην Πρεμετή. Επειδή τα πράγματα χειροτέρευαν, το 1800 πήρε την απόφαση να στείλει τον οχτάχρονο γυιο του στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε ο αδερφός του Γεώργιος, ο οποίος ήταν έμπορος, και οι θείοι του Ζώτος και Ηλίας. 


Το 1804 ο θείος του τον έστειλε για σπουδές στη Βιέννη. Για μία εξαετία έλαβε τη γυμνασιακή εκπαίδευση και διδάχθηκε την ελληνική παιδεία από τον διδάσκαλο τού Γένους Νεόφυτο Δούκα. Στη συνέχεια μετέβη στη Χάλη τής Σαξονίας όπου σπούδασε Ιατρική.


Το 1811, σε ηλικία 19 ετών, έγραψε βουκολικό ειδύλλιο σε γλαφυρή αρχαία δωρική διάλεκτο κατά μίμηση τού Θεοκρίτου. Το ειδύλλιο αυτό το αφιέρωσε στον Μέγα Ναπολέοντα με αφορμή τη γέννηση τού γυιου του και επιχειρώντας με αυτό να συγκινήσει τον αυτοκράτορα, ώστε να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους. Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, ανακηρύχτηκε χειρουργός και διδάκτορας με την εναίσιμο διατριβή του, γραμμένη στη λατινική γλώσσα, «Περί τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού των ιχθύων».  Με τη διατριβή αυτή τόλμησε να ελέγξει επιστημονικά τις θεωρίες τού διαπρεπούς φυσιοδίφη Cuvier. Το έργο του αυτό εκτιμήθηκε ως σημαντικό έργο για την εποχή του, αλλά και ευρύτερα για την ιστορία τής Φυσικής Ιστορίας. «Εγένοντο πολλαί εκδόσεις των μεταφράσεων αυτού και μνημονεύεται μετά σεβασμού υπό πάντων των ασχολουμένων εις τον κλάδον τούτον τής Φυσικής Ιστορίας». Διαλέγοντας την Ιχθυολογία, η οποία εθεωρείτο από τους δυσκολότερους κλάδους και, μάλιστα, το δυσκολότερο μέρος της, την ανατομική περιγραφή τού εγκεφάλου και τού νωτιαίου μυελού των ιχθύων, έγινε ένας από τους πρωτοπόρους ερευνητές τής Ιχθυολογίας. Την σπουδαιότητά του επισημαίνει ο διάσημος Γερμανός ανατόμος και δάσκαλός του Z. Fr. Meckel. Με επιστολή του προς τον Αρσάκη (7 Απριλίου 1813), ανάμεσα στα άλλα εγκωμιαστικά, σημειώνει: «Εγώ καυχώμαι διότι υπήρξα διδάσκαλός σου […] Το πλήθος των εν τη μελέτη σου παρατηρήσεων, συντελεί τα μέγιστα εις την επίδοσιν τής συγκριτικής ανατομίας […]».


Αργότερα, δημοσίευσε στον «Λόγιο Ερμή» τού Άνθιμου Γαζή τη μελέτη «Έκθεσις συνοπτική τής ιατρικής ιστορίας», στην οποία παρουσιάζει την εξέλιξη τής Ιατρικής από τα αρχαία χρόνια στα σπουδαιότερα έθνη. Δημοσίευσε επίσης στα Προλεγόμενα τής εγκυκλοπαίδειας τού Στεφάνου Κομητά την πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι», στην αττική διάλεκτο. Το 1814 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε για μια οκταετία το επάγγελμα τού ιατρού σε νοσοκομεία με αποστολικό ζήλο. Επαληθεύτηκε έτσι η διαπίστωση τού δασκάλου του Meckel, ο οποίος είχε γράψει: «[…] συ ως θεότητα την ελάτρευσες [την ιατρική] και ουχί ως γαλακτουχούσαν βουν, καθώς πράττουν οι πλείστοι.» Διετέλεσε έφορος νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Εγκατέλειψε τον χώρο σε ηλικία 30 ετών.

Το 1822 ο Αρσάκης (στις ρουμανικές πηγές αναφέρεται ως Apostol Arsache) μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία τού ηγεμόνα τής Βλαχίας, ενώ την περίοδο 1836-1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας τού ηγεμόνα τής Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και αγωνίστηκε υπέρ τού ηγεμόνα (Οσποδάρου) τής Βλαχίας και Μολδαβίας Αλέξανδρου Κούζα. Την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος τής τετραμελούς επιτροπής για την ένωση τής Βλαχίας και τής Μολδαβίας, οι οποίες αποτέλεσαν κατόπιν τη Ρουμανία. Η τετραμελής επιτροπή επεξεργάστηκε νομοθετικά τη συνένωση των δύο ηγεμονιών και η δημιουργία τής Ρουμανίας φέρει και την υπογραφή τού Απόστολου Αρσάκη. Το 1860 διορίζεται υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Ηγεμονιών. Στις 8 Ιουνίου τού 1862, αντικαθιστά στην πρωθυπουργία τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Barbu Catargiu. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 24 Ιουνίου τού 1862. Κατά τα έτη 1862-1865, μετά και την παραίτηση από τα κυβερνητικά αξιώματα, παρέμεινε απλός βουλευτής. Το 1866, μετά την επανάσταση κατά τού Αλέξανδρου Κούζα, αποχώρησε από την ενεργό πολιτική δράση.
 

Ο Αρσάκης παρακολουθεί βήμα προς βήμα την ελληνική επανάσταση και την ίδρυση τού ελληνικού κράτους. Επιθυμεί σφοδρώς να συμβάλει στην πνευματική και ηθική άνοδο των Ελλήνων, αλλά επειδή ζει μακριά, δεν γνωρίζει πώς μπορεί να το πραγματοποιήσει. Έτσι, αποτείνεται σε φίλους του των οποίων την κρίση και την φιλοπατρία εκτιμά: στον Θεόκλητο Φαρμακίδη, τον Ανέστη Χατζόπουλο, τον καθηγητή Γεώργιο Δαμιανό. Τους ρωτά ποια θεωρούν ως την πιο επείγουσα ανάγκη τής πατρίδας. Και οι τρεις, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, τον πληροφορούν για την ίδρυση στην Αθήνα τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας καθώς και για τους σκοπούς της. Του επισημαίνουν ακόμη ότι η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία θεμελίωσε, αλλά αδυνατεί να οικοδομήσει ελλείψει πόρων, σχολικό κτήριο. Συγκινημένος, παίρνει την απόφαση να οικοδομηθεί με δικές του δαπάνες το κτήριο επί τής οδού Πανεπιστημίου και ο ναός του και να αποζημιωθεί η Εταιρεία για όσες δαπάνες έκανε ώς τότε. Οι διοικούντες την Εταιρεία αναγγέλλουν το ευχάριστο νέο στη βασίλισσα, η οποία ήταν προστάτιδα τού Σχολείου, και αυτή αποφασίζει να τιμηθεί ο Αρσάκης με τον σταυρό των ανωτέρων Ταξιαρχών. Κάθε έτος που περνά ο Αρσάκης αποστέλλει οικονομική συνδρομή και το συνολικό ποσό των χορηγιών του ανέρχεται περίπου στις εξακόσιες χιλιάδες χρυσές δραχμές! Η Εταιρεία ευγνωμονούσα τον Αρσάκη ονόμασε το Σχολείο «Αρσάκειον» και ανέγραψε το όνομά του πρώτο στη στήλη των μεγάλων ευεργετών της, τοποθέτησε δε την προτομή του σε περίβλεπτη θέση.

Ο Αρσάκης ανήγειρε στο Αρσάκειο Μέγαρο ναό στη μνήμη τής συζύγου του Αναστασίας Δάρβαρη και γι’ αυτό τον αφιέρωσε στην Αγία Αναστασία τη Ρωμαία. (Σήμερα, στο Αρσάκειο Ψυχικού υπάρχει ο ναός τής Αγίας Αναστασίας τής Ρωμαίας, που ανεγέρθηκε το 1935 και αντικατέστησε τον ναό τού Αρσακείου Μεγάρου).

Ο Απόστολος Αρσάκης απεβίωσε στις 16 Ιουλίου τού 1874 στο Βουκουρέστι σε ηλικία 82 ετών. Τον θάνατό του πένθησε το προσωπικό τού Αρσακείου επί 40 ημέρες. Κάθε χρόνο, στις 29 Οκτωβρίου, κατά την εορτή τής Αγ. Αναστασίας τής Ρωμαίας, στον φερώνυμο ναό τού Αρσακείου στο Ψυχικό, τελείται μνημόσυνο για τον μεγάλο ευεργέτη.
Παρακάτω παρατίθεται ως ιστορικό τεκμήριο απόσπασμα από τα Πρακτικά τής Φ.Ε. τού 1850, όπου συζητείται η προσφορά τού Αρσάκη για ανοικοδόμηση τού Σχολείου που πήρε το όνομά του και οι συναφείς προτάσεις. Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το Αρχείο τής Φ.Ε.

Θ΄ Συνεδρίασις τού Δ. Συμβουλίου τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας, γενομένη την α΄ Οκτωβρίου 1850 περί την Μεσημβρίαν εις την οικίαν τού κυρίου Προέδρου αυτής Α. Μαυροκορδάτου. 
Απόντος τού κυρίου Κ.Ν. Λεβίδου.

Τα Πρακτικά τής προλαβούσης συνεδριάσεως αναγινώσκονται και επικυρούνται. […] Μετά ταύτα ο Πρόεδρος αναφέρει ότι ο εν Βουκουρεστίοις κύριος Α. Αρσάκης, ηπειρώτης, αναδέχεται όχι μόνον να τελειώση ιδία δαπάνη το Κατάστημα και τον ναόν αυτού, αλλά και ν’ αποζημιώση την Εταιρίαν δι’όσα έως τώρα εξώδευσεν εις τε την οικοδομήν, αγοράν οικοπέδου και λοιπά, επί συμφωνία του ν’ αφιερώση μεν αυτό εις την Εταιρίαν, να φέρη δε τούτο το όνομά του κτλπ. Ο κύριος Πρόεδρος, προσθέτει, ότι θεωρήσας το ευεργέτημα τούτο μέγιστον διά την Εταιρίαν, και προσέτι ως τετελεσμένον, διότι ο παρά πάντα άλλον συντελέσας εις την γενναίαν ταύτην πράξιν κύριος Α. Χατζόπουλος φέρει την περί τούτου πληρεξουσιότητα, συναινούντων και των κυρίων Φαρμακίδου και Δαμιανού, οίτινες επίσης συνέτρεξαν και των οποίων η συναίνεσις εζητείτο, ενόμισε πρέπον να αναγγείλη το πράγμα εις την Α. Μ. την Βασίλισσαν ως προστάτριαν τού Καταστήματος, και να ζητήση τιμητικήν τινά αμοιβήν υπέρ τού Ευεργέτου• η δε Α. Μ. εδέχθη μετά μεγίστης χαράς την πρότασιν, και υπεσχέθη να δώση αμέσως εις αυτόν τον σταυρόν των ανωτέρων ταξιαρχών• ότι επομένως έμειναν σύμφωνοι μετά τής Α. Μ. αν το Συμβούλιον, ως δεν είναι αμφιβολία, παραδεχθή την πρότασιν, να αναγγελθή επισήμως το πράγμα εις το υπουργείον τής Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, διά την ταχίστην εκτέλεσιν των περαιτέρω. 
Ο  Γραμματεύς παρετήρησεν ότι η παρουσιαζομένη προσφορά είναι η μεγαλητέρα ευδαιμονία, την οποίαν εδύνατο τις να φαντασθή υπέρ της Εταιρίας• διότι έως που έφθαναν μέχρι τούδε αι ελπίδες μας; Να παρουσιασθή ευνοϊκή περίστασις, καθ’ην  να εισπράξωμεν κεφάλαια αρκετά, ώστε και το Κατάστημα να τελειώση και να μείνη ποσότης τις προσοδοφόρος, και τότε διά της σταθεράς ταύτης προσόδου, και τής ελλείψεως των ενοικίων, η ύπαρξις της Εταιρίας να μην ήναι εις την αβεβαιότητα εκτεθειμένη των ετησίων συνεισφορών. Άρα δεν έχομεν ποσώς να διστάσωμεν διά την παραδοχήν, τοσούτω μάλλον καθόσον η θέλησις του ευργέτου, όχι μόνον δεν αντίκειται εις τον ανεξάρτητον  οργανισμόν της Εταιρίας, αλλ’ απ’ εναντίας αυτό τούτο ζητεί του να διοικήται η Εταιρία, καθώς μέχρι τούδε. 
Ο κύριος Α. Χατζόπουλος αναπτύσσων τον σκοπόν του Ευεργέτου, καθ’ όσον εκ των μετ’ αυτού ομιλιών του ενόησε, νομίζει καλόν να ομολογήσωμεν προς αυτόν τα ακόλουθα•
Αον  Το Κατάστημα, ολοκλήρως παρ’ αυτού πληρωνόμενον, να επιγραφή εις το όνομά του
Βον Να θεωρήται ως αφιερωμένον διά παντός εις την Εταιρίαν, εωσότου όμως η Εταιρία διατηρείται ως τοιαύτη, πώποτε να μη χρησιμεύση εις άλλην χρήσιν. 
Γον  Να διατηρώνται πάντοτε τρία κοράσια εκ της ιδιαιτέρας πατρίδος του Ευεργέτου ή άλλα κατ’ εκλογήν αυτού ή των διαδόχων του, υπό τον όρον τού να διδάξωσι μετά ταύτα όπου αυτός ή οι διάδοχοι αυτού εγκρίνωσι. 
Δον Να τελήται κατ’ έτος εις τον αναγερθησόμενον ναόν λειτουργία αρχιερατική δαπάνη της Εταιρίας, υπέρ αυτού.
Το Συμβούλιον παραδέχεται ομοφώνως τα ανωτέρω, καθώς επίσης, επί τη προτάσει τού κυρίου Προέδρου, να προστεθή ότι ιδιαιτέρα στήλη εντός τού Καταστήματος θέλει φέρει τα ονόματα των λοιπών συνεισενεγκόντων υπέρ τής οικοδομής, με την εξήγησιν ότι αι αναφοραί των εχρησίμευσαν εις απαρτισμόν τού προσοδοφόρου κεφαλαίου τής Εταιρίας.


Ελένη Τοσίτσα & Μιχαήλ Τοσίτσας



Ελένη & Μιχαήλ Τοσίτσας  Μεγάλοι ευεργέτες υπήρξαν επίσης ο Μιχαήλ Τοσίτσας και η σύζυγός του Ελένη, καταγόμενοι και οι δύο από το Μέτσοβο Ηπείρου. Ο Τοσίτσας διέθεσε μεγάλο μέρος τής περιουσίας του για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς, ενώ η χήρα του δώρισε το οικόπεδο και ανέλαβε την οικοδόμηση και τον εξοπλισμό τού Τοσιτσείου Σχολείου, μεριμνώντας και για τη συντήρησή του. Κοντά σε αυτούς πολλοί άλλοι, ισχυροί ή απλοί άνθρωποι, διέθεσαν μεγάλες περιουσίες ή το υστέρημά τους για τους σκοπούς τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας - και είναι προφανές ότι σημασία δεν είχε το ποσό, αλλά η χειρονομία και η διάθεση για προσφορά, που ανέκαθεν στήριζαν την Eταιρεία στο έργο της.

Μιχαήλ Τοσίτσας
 

Γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου τού 1787 στο Μέτσοβο τής Ηπείρου. Ο πατέρας του είχε βιοτεχνία γουναρικών στη Θεσσαλονίκη, όπου μετακόμισε και ο ίδιος. Το 1806, όταν ο πατέρας του δεν μπορούσε να συνεχίσει τη δουλειά, ανέλαβε εκείνος μαζί με τα αδέλφια του. Η τύχη χαμογέλασε στον νεαρό επιχειρηματία και κατάφερε να επεκτείνει τις δουλειές του. Ίδρυσε υποκαταστήματα στη Μάλτα, στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου και στο Λιβόρνο τής Ιταλίας. Το 1820 εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο. Εκεί προσελήφθη ως τραπεζίτης από τον Μωχάμετ Άλυ, τότε αντιβασιλιά τής Αιγύπτου, πατέρα τού Ιμπραήμ Πασά, γνωστού από την Ελληνική Επανάσταση. Κατάφερε να αποκτήσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη τού Μωχάμετ Άλυ και αργότερα διαχειριζόταν τα κτήματά του. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του αυτών ο Μωχάμετ Άλυ τού έδωσε τεράστιες εκτάσεις για να καλλιεργεί βαμβάκι και έτσι έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς γαιοκτήμονες τής περιοχής. Με την περιουσία που απέκτησε εκεί βοήθησε την Ελληνική Επανάσταση με κάθε μέσο. 
Στην Αλεξάνδρεια, ανέπτυξε έντονη δράση και συνέβαλε στην ίδρυση ελληνικής Κοινότητας (1843), τής οποίας υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος. Έχτισε νοσοκομείο (1843), εκκλησία (1847), χρηματοδότησε το πρώτο ελληνικό κοινοτικό σχολείο, που έλαβε και το όνομά του, την Τοσιτσαία σχολή. Το σχολείο εγκαινιάστηκε το 1854 από τον Στέφανο Τζιτζίνια, τον πρόεδρο τής Κοινότητας που διαδέχθηκε τον Τοσίτσα και λειτούργησε για 114 χρόνια, πριν κλείσει το 1968.Το κτήριο στεγάζει τώρα το «Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής».  
Ο Τοσίτσας υπήρξε επίσης ο Γενικός Πρόξενος τής Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια.  Κατά γενική εκτίμηση θεωρείται ο πατέρας τού Ελληνισμού τής Αιγύπτου. 

tositsas1Το 1847, ο Τοσίτσας δώρισε το οικόπεδο για να κτιστεί η πρώτη κοινοτική εκκλησία, η «Εκκλησία τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου», που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1856 και εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι σήμερα. Σε αυτή την εκκλησία ενθρονίστηκε, τον Μάρτιο τού 1977, ο Μακαριότατος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, Πέτρος ο VII. 
Επίσης διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τους φτωχούς τής Ελλάδας, την Ελληνική Σχολή Θεσσαλονίκης, για εκκλησίες και μονές, για το Πτωχοκομείο και το Νοσοκομείο τής Αθήνας κ.ά. 
Το 1854, όταν διακόπηκαν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά τον θάνατό του άφησε σημαντικά ποσά από την περιουσία του στο Πολυτεχνείο, στο Πανεπιστήμιο και στο Αρσάκειο, καθώς και σε διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. 
Πιο συγκεκριμένα έδωσε 100.000 τάλιρα στο Πολυτεχνείο για εξοπλισμό, 20.000 για να πληρώνονται οι δάσκαλοι τού Μετσόβου και για να αγοραστούν βιβλία για τα φτωχά παιδιά, 3.000 τάλιρα για την Ελληνική Σχολή τής Θεσσαλονίκης, 196.000 αιγυπτιακά γρόσια για τα ελληνικά σχολεία τής Αλεξάνδρειας, 2.000 τάλιρα για τους φτωχούς τής πατρίδας του, από 500 στους ιερείς, στην εκκλησία τής Αγίας Παρασκευής και τις άλλες εκκλησίες και μονές της.
Από 2.000 τάλιρα στο Πτωχοκομείο τής Αθήνας, στο Πανεπιστήμιο, στο Νοσοκομείο, το Τυφλοκομείο, το Αρσάκειο Οικοτροφείο και το Οφθαλμιατρείο, 10.000 για έργα οδοποιίας και άλλα.
Η σύζυγός του Ελένη Τοσίτσα συνέχισε το δύσκολο έργο τού συζύγου της και έδωσε 60.000 δρχ. στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, 30.000 δρχ. στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για την ανέγερση Αλληλοδιδακτικού Σχολείου, 10.000 δρχ. για τον καταρτισμό Πανεπιστημιακής Εθνοφυλακής.