Γράφουν οι μαθήτριες Μαρία Αντωνακοπούλου, Πηνελόπη Μητσάκη και Αθηνά Ορφανού (Β3)

Ούτε ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει,
κι έπεφταν οι εχθροί εξ ουρανού
σαν τα δάκρυα του Θεού…
Πικρό ξημέρωνε το καλοκαίρι εκείνο
Τόσες ψυχές εχάθηκαν
Και άλλες τόσες ζωές εμαύρισαν
Χτύπησε ξάφνου της σκλαβιάς ο πόνος,
η θλίψη κυριάρχησε
κι ο άνισος αγώνας άρχισε…
Ενώ τόσους ήξερες, τόσους είχες να μιλήσεις,
τώρα τα ονόματά τους από τη ζωή σου πρέπει να τα σβήσεις.
Και αυτοί σαν κοπάδι μας επιτέθηκαν,
τις ζωές μας κατέστρεψαν,
και νομίζουν πως κακό δε μας έκαναν.
Ήρθαν μιλώντας για “παρέμβαση ειρηνική”,
ύπουλα σχέδια όμως είχε η κυβέρνηση η τουρκική.
Τρεις χιλιάδες αδέρφια μας προσπάθησαν να τους σταματήσουν,
μα δεν κατάφεραν τη διχοτόμηση να εμποδίσουν.
Για την πατρίδα πάλεψαν σαν ένα θηρίο,
όμως τώρα λουλούδια όλοι αφήνουν στο δικό τους το μνημείο…
Ηρωίδες είναι και οι μανάδες που τόσα θυσίασαν,
τα παιδιά τους έχασαν, τις ίδιες τις βίασαν.
Και όσοι επέζησαν, μακριά έτρεξαν να φύγουν
Πρόσφυγες στη χώρα τους έγιναν, ώστε ζωντανοί να μείνουν.
Οι καρδιές τους όμως ποτέ δε θα ξεχάσουν,
τη γλυκιά πατρίδα τους, που τόσο δεν ήθελαν να χάσουν.
Τις ιστορίες εκείνης της ημέρας θα λένε στα παιδιά τους,
να φύγει ο καημός από την κατασπαραγμένη την καρδιά τους.
Και η ψυχή τους θα λέει, θαρρώ,
«Ποτέ μου δεν ξεχνώ εκείνο το πρωινό»!