Αρσάκεια Ιωαννίνων
Έναν πνευματικό ταγό είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν οι μαθητές τής Στ΄ τάξης τού Β΄ Αρσακείου Δημοτικού Ψυχικού στις 29 Μαΐου 2015. Όχι μόνο τον διανοούμενο που «διά τής νοήσεώς του» παράγει σύνθετο έργο, αλλά τον πνευματικό άνθρωπο κ. Κώστα Γεωργουσόπουλο, καταξιωμένο λογοτέχνη και κριτικό θεάτρου.
Θέμα τής ενδιαφέρουσας επικοινωνίας με τους μαθητές ήταν το δημοτικό τραγούδι: μια πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας για το παρόν αλλά και για το μέλλον. Με αφετηρία λοιπόν το διαθεματικό πρόγραμμα που είχαν επεξεργαστεί οι μαθητές, γνώρισαν πρόσωπα-αξίες που ο λόγος τού διανοητή διέσωσε. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης με τις διαυγείς θέσεις, την ευαισθησία του στα κοινωνικά προβλήματα τού καιρού, την οξυδέρκειά του καταξιώθηκε στη συνείδηση τού ελληνισμού ως κατεξοχήν ηθικά ανώτερος άνθρωπος, επεσήμανε ο κ. Γεωργουσόπουλος, αλλά συνέθεσε και δημοτικά τραγούδια -άγνωστο στο ευρύ κοινό- πρόσθεσε με έμφαση.
Ο ομιλητής αναφέρθηκε στις παραλογές. Ανέλυσε το σημασιολογικό φορτίο τής λέξης παραλογή. Οι μαθητές πληροφορήθηκαν ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα «παρακαταλέγω», που σημαίνει αφηγούμαι παραδίπλα, «λέω/ δίπλα/ κατά». Με την πάροδο τού χρόνου η παρακαταλογή έγινε παραλογή.
Έμαθαν ακόμη ότι το δημοτικό τραγούδι έχει τις ρίζες του στα χρόνια τού Ομήρου. Και αυτό πιστοποιεί την αδιάσπαστη συνέχεια τής ελληνικής φυλής. Υποδεικνύει πόσο βαθιές και ακατάλυτες είναι οι ρίζες τού ελληνισμού. Η ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί με τραγούδια ήταν ίδια από τα αρχαία χρόνια. Ο Όμηρος, ο Αριστοφάνης, ο Ευρυπίδης αποδεικνύουν την τοποθέτηση. Η θυσία τής γυναίκας τού πρωτομάστορα στο «Γιοφύρι τής Άρτας» θυμίζει τη θυσία τής Ιφιγένειας στην αρχαία τραγωδία. Στο σημείο εκείνο ο κ. Γεωργουσόπουλος ανέφερε τη θυσία τού Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ενός πραγματικού ήρωα των δύσκολων κατοχικών χρόνων, ενός άγνωστου ήρωα, όπως επισήμανε, που θυσίασε τη ζωή του για να υπηρετήσει την αξία τής ηθικής και τής εντιμότητας. «Έχουμε και σήμερα Ιφιγένειες», τόνισε με έμφαση και «το δημοτικό τραγούδι προβάλλει και υπηρετεί αξίες». Σχολίασε τους αντιήρωες που προβάλλει η εποχή και μίλησε για εκείνους που «παραμύθια στον κόσμο θα πουν κι αν το έδαφος πρόσφορο βρουν, νέες μαριονέτες με φωνή σωτήρα θα εμφανιστούν για να δοξαστούν».
Αναφέρθηκε στα τραγούδια τής ξενιτιάς, στη νοσταλγία τής αγαπημένης πατρίδας, στα τραγούδια που γεννήθηκαν από τον πόνο, τη θλίψη, που τραγουδήθηκαν από πολλούς και με τον καιρό στέριωσαν. Ο δημιουργός τους έχει ξεχαστεί γιατί κανείς δεν φρόντισε να διατηρήσει το όνομά του. Δεν είχε φιλοδοξίες ο άγνωστος ποιητής και δεν είχε την ανάγκη να περάσει στην ποιητική ιστορία. Έτσι γεννήθηκαν οι παραλλαγές. Όσο περισσότεροι επαναλάμβαναν ένα τραγούδι τόσο πιο πολλές παραλλαγές είχε.
Μίλησε για τον ρόλο τής φύσης στο δημοτικό τραγούδι. Ο λαός δεν έκανε περιγραφές τού φυσικού κόσμου και αυτό συνέβαινε όχι γιατί δεν αγαπούσε τη φύση, αλλά ίσα-ίσα γιατί ταύτιζε τον εαυτό του με τη φύση. Τη γυναίκα  την προσφωνεί ρόδο, μηλιά, νεραντζιά, την παρομοίαζε με τον ήλιο. Κι αυτό ήταν φυσικό αφού τα πρότυπά τους ήταν η όμορφη φύση. Σήμερα, ωστόσο, φρόντισε να πει, αυτονομήσαμε τη φύση και έτσι απομακρυνθήκαμε από αυτήν.
Σχετικά με τη γλώσσα τού δημοτικού τραγουδιού ο κ. Γεωργουσόπουλος αναφέρθηκε στην ευρωστία, την ομορφιά, την πλούσια και χυμώδη έκφραση, λέξεις όπως «καστροπολεμιστής», «πικροκυματούσα», λέξεις γεμάτες δύναμη, ενέργεια, δράση μπορούν να εμπλουτίσουν τη Νέα Ελληνική αλλά και να τροφοδοτήσουν την έντεχνη ποίηση.
«Βασικός σταθμός τής νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το δημοτικό τραγούδι» τόνισε ο κ. Γεωργουσόπουλος. Και είναι σταθμός γιατί αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τα περασμένα αλλά και τα μελλούμενα. Ο Γκαίτε αποφάσισε να μάθει Ελληνικά για να απολαύσει τον πλούτο τού δημοτικού τραγουδιού. Άραγε εμείς, οι απόγονοι εκείνων των Ελλήνων, τι πρέπει να κάνουμε;